κοιλαράς

κοιλαράς
ο, θηλ. κοιλαρού
αυτός που έχει μεγάλη και προτεταμένη κοιλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοιλαράς, -ού, -άδικο — αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά: Δε μου αρέσουν οι κοιλαράδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκοίλης, -ισσα, -ικο — κοιλαράς, προγάστορας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

  • -αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… …   Dictionary of Greek

  • βατραχοκοίλης — και βαθρακοκοίλης, ο 1. αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά σαν βάτραχος, κοιλαράς 2. όποιος πίνει πολύ νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βατράχι ή βάτραχος + κοιλιά] …   Dictionary of Greek

  • γάστρων — γάστρων, ο (Α) [γαστήρ] ο κοιλαράς …   Dictionary of Greek

  • γγαστρώνω — 1. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο 2. γίνομαι ενοχλητικός («μάς γγάστρωσε με την πολυλογία του») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γγαστρωμένος, η, ο α) (για γυναίκα) έγκυος β) για άντρα (κοιλαράς) γ) παροιμ. «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη» πολλές …   Dictionary of Greek

  • εκτραπελογάστωρ — ἐκτραπελογάστωρ (Α) ο προγάστωρ, αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς …   Dictionary of Greek

  • ευρυγάστωρ — ο (ΑΜ εὐρυγάστωρ, ορος, ὁ, ἡ) νεοελλ. σκουρόχρωμο έντομο που προσβάλλει τους τρυφερούς σπόρους τών δημητριακών μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς (για τη θάλασσα) η απέραντη, αυτή που μπορεί να καλύψει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ *… …   Dictionary of Greek

  • εύκοιλος — εὔκοιλος, ο (Μ) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοιλος (< κοιλία υποχωρητικά), πρβλ. μεγαλό κοιλος, υδρό κοιλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”